Γραικῶν

Γραικῶν
Γραϊκῶν , Γραϊκός
fem gen pl
Γραϊκῶν , Γραϊκός
masc/neut gen pl
Γραικός
fem gen pl
Γραικός
masc/neut gen pl
Γραικός
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Άσμα Πολεμιστήριον των εν Αιγύπτω περί ελευθερίας μαχομένων Γραικών — Πατριωτικό θούριο του Αδαμάντιου Κοραή, που εκδόθηκε ανώνυμα «εν τη κατ’ Αίγυπτον ελληνική τυπογραφίαΑΩ». Το Ά. εκδόθηκε στην πραγματικότητα στο Παρίσι το 1800 και αποτελείται από 9 στροφές, η καθεμία από 16 οκτασύλλαβους στίχους. Το ελληνικό… …   Dictionary of Greek

  • GRAECUS — I. GRAECUS et Graeca, vide Gallus et Galla. II. GRAECUS nomen viri, unde Graecia dicta, et pop. Graeci. Graece Γραικὸι, Aristot. l. 1. Meteor.Ὁι καλούμενοι τότε Γραικὸι, νȏν δὲ Ε῞λληνες. Ana Graeco quodam, Rege prisco: Poro Γραικῶν appellationem …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ottoman Greeks — Hellenism (yellow) in the Near East during and after World War I by George Soteriadis of the University of Athens. Ottoman Greeks (Greek: Οθωμανοί Έλληνες, Turkish: Osmanlı Rumları) were ethnic Greeks who lived in the Ottoman Empire (1299–1923),… …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • χαρτοφύλαξ — Επώνυμο Κρητικών λογίων. 1. Ιωάννης. Ιατροφιλόσοφος, από την Κυδωνία που έζησε ανάμεσα στον 16o και 17o αι. Προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στο νοσοκομείο των Χανίων και στην ιταλική φρουρά κατά τη διάρκεια της επιδημίας πανούκλας. Γι’ αυτές, το 1608 …   Dictionary of Greek

  • Γραικοί — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί οι Έλληνες στη λατινική γραμματεία (Graeci στους ποιητές και Grai)και έτσι τους ονομάζουν έως τώρα όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί (Greco, Grec, Greek, Grieche κλπ.). Όπως και το όνομα Έλλην, έτσι και αυτό προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Γραίκος ή Γραικός — Μυθολογικόπρόσωπο. Ο Γ. κατά τον Ησίοδο, ήταν γενάρχης των Γραικών, γιος του Δία και της κόρης του Δευκαλίωνα Πανδώρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”